γαλακτική ζύμωση

γαλακτική ζύμωση
Ζύμωση που επιτρέπει τον μετασχηματισμό των υδατανθράκων με την επίδραση γαλακτικών βακτηριδίων ή γαλακτοβακίλων σε γαλακτικό οξύ. Τα γαλακτικά βακτηρίδια διακρίνονται σε βακτηρίδια ομοζύμωσης που διασπούν τους μονοσακχαρίτες με αποτέλεσμα να σχηματίζονται δύο μόρια γαλακτικού οξέος [C6H12O6 → 2CH3CH(OH)COOH] και σε βακτήρια ετεροζύμωσης που σχηματίζουν κατά τη ζύμωση γαλακτικό οξύ, οξικό οξύ, αιθυλική αλκοόλη, διοξείδιο του άνθρακα και μικρές ποσότητες αρωματικών ουσιών, διακετυλικών και εστέρων. Στη γ.ζ. στηρίζεται η παρασκευή πολυάριθμων γαλακτικών προϊόντων (βούτυρο, τυρί, γιαούρτι κ.ά.), η συντήρηση πολλών φυτικών τροφίμων (τουρσιών, λάχανων, αγγουριών κ.ά.), η βιομηχανική παραγωγή γαλακτικού οξέος από σακχαρωμένο άμυλο και η ζύμωση της κτηνοτροφικής στην αγροτική οικονομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτικός — ή, ό (Α γαλακτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γάλα ή προέρχεται απ αυτό 2. φρ. α) «γαλακτική ζύμωση» η μετατροπή σακχάρου σε γαλακτικό οξύ 6) «γαλακτικό οξύ» οργανική ένωση που περιέχεται σε ορισμένους φυτικούς χυμούς,… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτικό οξύ — (α–οξυπροπιονικό οξύ). Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των οξυοξέων· αντιδρά και ως οξύ και ως βάση. Είναι υγρό πυκνόρρευστο, διαλυτό σε νερό, αλκοόλη και αιθέρα. Παράγεται κατά τη γαλακτική ζύμωση της γλυκόζης και του γαλακτοσακχάρου από… …   Dictionary of Greek

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”